αντρώνομαι

αντρώνομαι
мужать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αντρώνομαι" в других словарях:

  • αντρώνομαι — ανδρώνομαι και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντρώνομαι — ώθηκα, γίνομαι πια άντρας: Ο γιος σου αντρώθηκε πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανδρώνομαι — και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»